- Κόωνδε
- Κόωνδε: see Κῶς.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
κόωνδε — (Α) επίρρ. προς την νήσο Κω. [ΕΤΥΜΟΛ. < Κόων, αιτ. εν. τού Κόως, επικ. τ. τού Κῶς + επιρρμ. κατάλ. δε , δηλωτική τής προς τόπον κινήσεως (πρβλ. Πύλον δε, Ωκεανόν δε)] … Dictionary of Greek
Κόωνδε — indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κόωνδ' — Κόωνδε , Κόωνδε indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)